- κατεσμικρύνατε
- κατεσμικρύ̱νατε , κατά , εἰσ-μικρύνωbelittleaor imperat act 2nd plκατεσμικρύ̱νατε , κατά , εἰσ-μικρύνωbelittleaor ind act 2nd pl (homeric ionic)κατεσμικρύ̱νατε , κατά-σμικρύνωthink meanly ofaor ind act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.